sialorrh(o)ea

sialorrh(o)ea
sialorrh[o]ea

Fachwörterbuch Medizin Englisch-Deutsch. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σιαλόρροια — η, Ν ιατρ. παθολογική υπερέκκριση σάλιου, που μπορεί να παρατηρηθεί σε παθήσεις γειτονικών με τους σιαλογόνους αδένες οργάνων, σε παθήσεις τού οισοφάγου, σε ορισμένες δηλητηριάσεις, σε ορισμένες νευρικές βλάβες, στη διάρκεια τής εγκυμοσύνης ή και …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”