sialorrh(o)ea
Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:
σιαλόρροια — η, Ν ιατρ. παθολογική υπερέκκριση σάλιου, που μπορεί να παρατηρηθεί σε παθήσεις γειτονικών με τους σιαλογόνους αδένες οργάνων, σε παθήσεις τού οισοφάγου, σε ορισμένες δηλητηριάσεις, σε ορισμένες νευρικές βλάβες, στη διάρκεια τής εγκυμοσύνης ή και … Dictionary of Greek